- λίβιγκ ρουμ
- το (λ. αγγλ.), το δωμάτιο του σπιτιού όπου περνάμε τις περισσότερες ώρες μας, το καθημερινό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.